Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάσκος -α -ο [láskos] Ε4 : χαλαρός, χαλαρωμένος: Άσε λάσκο το σκοινί. || (μτφ., για πρόσ.): Tον άφησε λάσκο, χαλάρωσε την επίβλεψη πάνω του.
λάσκα ΕΠIΡΡ χαλαρά, μπόσικα: Άφησε ~ τα πανιά και μην τα τεντώνεις. || (μτφ.): Άφησαν το γιο τους ~ κι έμπλεξε με κακές παρέες, χαλάρωσαν την επίβλεψή τους. [βεν. lasco -ς]