Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάργκο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάργκο [lárgo] επίρρ. : (μουσ., για τρόπο εκτέλεσης μουσικού κομματιού) αργά, σε αργό χρόνο. || (ως ουσ.) μουσικό κομμάτι που εκτελείται αργά, σε αργό χρόνο.

[λόγ. < ιταλ. largo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες