Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάπαθο το [lápaθo] & λάπατο το [lápato] Ο41 : είδος ποώδους φυτού που τρώγεται.
[αρχ. λάπαθον, *λάπατον (προελληνική μεσογειακή λέξη)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάπαθον το· λάπατον.
-
- Ποώδες φυτό, φαγώσιμο και με φαρμακευτικές ιδιότητες, λάπατο:
- (Κυνοσ. 5902).
[αρχ. ουσ. λάπαθον. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. (‑ο) και ο τ. (‑το) και σήμ.]
- Ποώδες φυτό, φαγώσιμο και με φαρμακευτικές ιδιότητες, λάπατο: