Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάου λάου [láu láu] επίρρ. : α. σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη: Δε βιάζεται να τελειώσει, το πάει ~. β. με επιτήδειο, κατάλληλο τρόπο, με το μαλακό: Δε χρειάζεται να τον πιέζεις· θα τον καταφέρεις με το ~.
[λάγου λάγου, γεν. της λ. λαγός υποχωρ. (σύγκρ. κάκου) και με αποβ. του μεσοφ. [γ] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαουντάδος, επίθ.
-
- Νομικώς έγκυρος:
- τεσταμέντο … λαουντάδο σε πάσα κρίση βενέτικη (Βαρούχ. 146).
[<βεν. laudado]
- Νομικώς έγκυρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαουντάρω.
-
- Εγκρίνω:
- θέλει και λαουντάρει και παρακαλεί το παρόν (ενν. προυκοχάρτι) (Βαρούχ. 4421).
[<βεν. laudar]
- Εγκρίνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαουτζίκος ο [laudzíkos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ., συναισθ.) τα κατώτερα λαϊκά στρώματα με μικρό εισόδημα ή και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο: Οι βίλες και τα κότερα δεν είναι για το λαουτζίκο. Tι να σου κάνει κι ο καημένος ο ~!
[λαό(ς) -τζίκος κατά το φουκαρατζίκος ( [o > u] ίσως από επίδρ. του [l] και του υπερ. [k] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαουτιέρης ο [lautxéris] Ο11 : ο μουσικός που παίζει λαούτο.
[λαούτ(ο) -ιέρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαούτο το [laúto] & λαγούτο το [laγúto] Ο39 : είδος αχλαδόσχημου έγχορδου μουσικού οργάνου: Ο γύφτος άρχισε να παίζει το ~ του.
[βεν. lauto < αραβ. al ῾ūd· ανάπτ. μεσοφ. [γ] ]