Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάντζα η [lándza] Ο25α : το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών: Δουλεύει στη ~. || (επέκτ.) κάθε βαριά, άχαρη δουλειά, χωρίς ενδιαφέρον και δημιουργικότητα.
[ίσως βεν. lanza ( [nts] ) `κοντάρι καταρτιού όπου δένεται το πανί΄ (δουλειά που έκανε το κατώτερο πλήρωμα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάντζα η,
- βλ. λάντσα.