Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάμπω [lámbo] Ρ4α : 1. εκπέμπω ζωηρό, έντονο φως, λάμψη· φέγγω, ακτινοβολώ, αστράφτω, άμεσα ή από αντανάκλαση: Ο ήλιος λάμπει. Tα διαμάντια έλαμπαν στο φως της βιτρίνας του κοσμηματοπωλείου. (γνωμ.) ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός*. 2. (επέκτ., για επίταση, υπερβολή) α. (ως ένδειξη καθαριότητας, περιποίησης) γυαλίζω, στίλβω· αστράφτω: Tα πατώματα / τα ρούχα / τα ασημικά λάμπουν. Tο σπίτι λάμπει από καθαριότητα. β. αστράφτω, ακτινοβολώ: Λάμπει από υγεία / νιάτα / ομορφιά, είναι πολύ υγιής / νέος / όμορφος. 3. (μτφ.) α. για έντονη εκδήλωση συναισθημάτων: Tο πρόσωπό της / τα μάτια της έλαμψαν από χαρά / οργή / θυμό. Mόλις την είδε έλαμψε ολόκληρος. β. ξεχωρίζω, διακρίνομαι: Λάμπει με την ομορφιά / το πνεύμα / το χιούμορ / την παρουσία της. (έκφρ.) έλαμψε διά της απουσίας* του. γ. για κτ. που καταδεικνύεται, παρουσιάζεται, αποκαλύπτεται πλήρως: H αλήθεια / η δικαιοσύνη θα λάμψει.
[αρχ. λάμπω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάμπω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1)
- α) Αστράφτω, ακτινοβολώ, λάμπω:
- (Διγ. O 2955)·
- (μεταφ.):
- ν’ αναγαλλιάσου οι γειτονιές, να λάμψει το παλάτι (Ερωτόκρ. Έ 357· Ch. pop. 236)·
- β) (προκ. για ουράνιο σώμα) φέγγω:
- (Ch. pop. 350), (Φλώρ. 635)·
- γ) αστράφτω από υπερβολική λευκότητα:
- τα χέρια τση κι ελάμπασι σα να ήταν μαρμαρένια (Κατζ. Ά 292).
- α) Αστράφτω, ακτινοβολώ, λάμπω:
- 2) (Ως τριτοπρόσ. ή με υποκ. τις λ. φως, ημέρα) ξημερώνει:
- (Μαχ. 20027), (Χρον. Μορ. H 2320).
- 3) Φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι με λάμψη:
- Ο Κύριος από τη Σινά ήρθεν, … έλαψε από το όρος του Παράν (Πεντ. Δευτ. XXXIII 2).
- 4) Ενισχύομαι:
- έλαψαν οι βραχίονες των χεριών του από χέρια δυνατού του Ιαακώβ (Πεντ. Γέν. XLIX 24).
- 5) Φρ. λάμπει καιρός = παρουσιάζεται κάπ. ευκαιρία:
- (Καλλίμ. 1848).
- 1)
- Β́ (Μτβ.)
- α) Φωτίζω, θερμαίνω:
- ήλιε, λάμψε τους, να ζήσουν εις τον κόσμον (Λίβ. Esc. 4069)·
- β) (προκ. για τον ήλιο με αντικ. τη λ. ακτίς) κάνω κ. ν’ ακτινοβολεί:
- (Διγ. Z 3834).
- α) Φωτίζω, θερμαίνω:
[αρχ. λάμπω. Η λ. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.