Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάμπα η [lámba] Ο25 : φωτιστικό όργανο, λαμπτήρας, λυχνία: ~ πετρελαίου / ιωδίου / φθορίου / υδραργύρου. ~ βιδωτή / μπαγιονέτ*. ~ 25, 60, 100 κηρίων. Kάηκε η ~ και πρέπει να την αντικαταστήσουμε. ~ θυέλλης, που λειτουργεί με πετρέλαιο και φιτίλι και είναι προφυλαγμένη από γυαλί, ώστε να μη σβήνει με τον αέρα. || (επέκτ.) οποιοδήποτε φωτιστικό σώμα: Πήγα στην αγορά και αγόρασα μια υπέροχη ~.
λαμπάκι το YΠΟKΟΡ: Tα λαμπάκια του φακού / του πίνακα / του καντράν. ΦΡ μου ανάβουν τα λαμπάκια, εξοργίζομαι σε μεγάλο βαθμό. λαμπίτσα η YΠΟKΟΡ. [αντδ. < γαλλ. lamp(e) -α < λατ. lampada < αρχ. λαμπάς `πυρσός, φως΄· λάμπ(α) -ίτσα]
- λαμπάδα η [lambáδa] Ο26 : μεγάλο και χοντρό κερί: Πασχαλιάτικες λαμπάδες. Kάηκε σαν ~, γρήγορα και με ένταση: Tα πεύκα κάηκαν σαν ~. Tάζω / ανάβω ~ σε άγιο (στην εικόνα του), εκδηλώνω τη λατρεία, το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη μου: Έταξε στον άγιο να του ανάψει μια ~ σαν το μπόι της, αν κάνει καλά το παιδί της. (έκφρ.) κορμί (ίσιο σαν) ~, ψηλό και αδύνατο. ΦΡ μετά φανών* και λαμπάδων.
[μσν. λαμπάδα < αρχ. λαμπάς, αιτ. -άδα `πυρσός, φως΄]
- λαμπάδα η,
- βλ. λαμπάς.
- λαμπαδάριος ο.
-
- (Εκκλ.) ο επικεφαλής του αριστερού χορού στον πατριαρχικό ναό, κ.α.:
- (Ψευδο-Σφρ. 44812).
[μτγν. ουσ. λαμπαδάριος. Η λ. και σήμ. εκκλ. (Βεργωτής)]
- (Εκκλ.) ο επικεφαλής του αριστερού χορού στον πατριαρχικό ναό, κ.α.:
- λαμπαδηδρομία η [lambaδiδromía] Ο25 : αγώνισμα δρόμου με αναμμένες λαμπάδες ή δάδες.
[λόγ. < ελνστ. λαμπαδηδρομία]
- λαμπαδηδρόμος ο [lambaδiδrómos] Ο18 : 1. αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηδρομία. 2. καθένας από τους αθλητές που μεταφέρουν τη φλόγα των ολυμπιακών αγώνων από την Ολυμπία στο χώρο τέλεσής τους: Ο τελευταίος ~ θα είναι Έλληνας.
[λόγ. λαμπαδηδρομ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το συγγ. μσν. λαμπαδηδρόμος αγών `λαμπαδηδρομία΄)]
- λαμπαδηφορία η [lambaδiforía] & λαμπαδοφορία η [lambaδoforía] Ο25 : νυχτερινή παρέλαση, πομπή με αναμμένες λαμπάδες ή δάδες.
[λόγ. < αρχ. λαμπαδηφορία· λόγ. < ελνστ. λαμπαδοφόρ(ος) `που μετέχει σε λαμπαδηφορία΄ -ία]
- λαμπαδιάζω [lambaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (για φωτιά) αναδίδω φλόγες: Στο τζάκι λαμπάδιαζε η φωτιά. 2. καίγομαι έντονα βγάζοντας φλόγα: Tα κούτσουρα καίγονταν λαμπαδιάζοντας.
[λαμπάδ(α) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. λαμπαδίζω `μετέχω σε λαμπαδηδρομία΄)]
- λαμπαδίας ο.
-
- Είδος κομήτη που μοιάζει με πυρσό:
- (Δούκ. 952).
[μτγν. ουσ. λαμπαδίας]
- Είδος κομήτη που μοιάζει με πυρσό:
- λαμπάδιασμα το [lambáδjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του λαμπαδιάζω: Tα ξύλα καίγονταν μ΄ ένα δυνατό ~.
[λαμπαδιασ- (λαμπαδιάζω) -μα]