Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάμνω [lámno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) κωπηλατώ: Έπιασαν τα κουπιά κι άρχισαν να λάμνουν. Πλησίαζαν τη στεριά λάμνοντας με γοργό ρυθμό.
[μσν. λάμνω < αρχ. ἐλαύνω `κινώ πλοίο με τα κουπιά΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [vn > mn], σύγκρ. αχαμνός < αρχ. χαῦνος]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάμνω· ελάμνω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1) Κωπηλατώ:
- Γλήγορα, σκυλογάδαρε, πιάσε κουπί να λάμνεις (Γαδ. διήγ. 159).
- 2) (Με υποκ. σεισμός) σείω, κουνώ:
- (Θρ. Κύπρ. 40).
- 1) Κωπηλατώ:
- Β́ Μτβ.
- 1) (Με είδος σύστ. αντ.) τραβώ κουπί, κωπηλατώ:
- διά να λάμνουν το κουπίν όσον καιρόν να ζούσιν (Θρ. Κύπρ. Μ 361).
- 2) Ωθώ, σπρώχνω:
- στην κόλασην το βλέμμα σου με λάμνει (Κυπρ. ερωτ. 10043).
- 3) Ακολουθώ, καταδιώκω:
- εσέβην εξοπίσω τους κι έρχετο ελάμνοντά τους (Χρον. Μορ. H 4707).
- 1) (Με είδος σύστ. αντ.) τραβώ κουπί, κωπηλατώ:
[<αρχ. ελαύνω. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Ά Αμτβ.