Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάμια η [lámna] Ο25α : 1. μυθικό ανθρωποφάγο τέρας με τη μορφή γυναίκας. 2. (για γυναίκα) άπληστη, κακιά, στρίγκλα.
[αρχ. λάμια `μπαμπούλας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάμια η.
-
- Λάμια:
- τα μαλλιά σας … να σέρνετε σα λάμιας(;) σγουρά στα κούτελά σας (Πιστ. βοσκ. I 5, 77 (έκδ. ‑ια, χφ λύμηση· πβ. ά. Λεξ. λάμισσα)).
[αρχ. ουσ. Λάμια. Η λ. και σήμ.]
- Λάμια: