Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάλημα το [lálima] Ο49 : 1. (για πτηνό) φωνή, κελάηδημα: Tο ~ των πουλιών / του κόκορα. 2. (μτφ., για μουσικό όργανο) ο ήχος, το παίξιμο πνευστού: Tο γλυκό ~ του κλαρίνου.
[αρχ. λάλημα `φλυαρία΄ κατά τη σημ. του λαλώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάλημα το· λάλεμα.
-
- 1) Λόγος, ομιλία:
- αφικριστείτε το λάλημά μου (Πεντ. Γέν. IV 23).
- 2) Μουσικό όργανο, πνευστό ή έγχορδο:
- Λαλήματα να παίζουσι, τύμπανα να κτυπούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25412).
[αρχ. ουσ. λάλημα. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Λόγος, ομιλία: