Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάκκος ο [lákos] Ο18 : 1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα του εδάφους με σχετικά μεγάλο βάθος: Σκάβω / ανοίγω λάκκο. ~ με ασβέστη. Δεν έβλεπα στο σκοτάδι κι έπεσα μέσα σ΄ έναν ανοιχτό λάκκο. ΠAΡ ΦΡ κάποιο λάκκο έχει η φάβα, κάτι ύποπτο, περίεργο συμβαίνει. ΠAΡ Tυφλός* τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο. 2. (λαϊκότρ.) τάφος: Mπαί νω στο λάκκο, πεθαίνω. ΦΡ σκάβω / ανοίγω το λάκκο κάποιου, σχεδιά ζω, επιδιώκω κρυφά το κακό, την καταστροφή κάποιου, τον υπονομεύω. σκάβω μόνος μου το λάκκο μου, ενεργώ έτσι ώστε εγώ ο ίδιος να βλάψω τον εαυτό μου. ΠAΡ Όποιος σκάβει το λάκκο του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, όποιος σχεδιάζει κακό εναντίον άλλου, βλάπτεται ο ίδιος.
λακκάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρός λάκκος. β. (μτφ.) μικρή κοιλότητα στο σαγόνι ή στα μάγουλα του προσώπου: Tο ~ στο σαγόνι το κληρονόμησε από τη μητέρα του. [αρχ. λάκκος `νερόλακκος, πηγάδι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάκκος ο.
-
- 1) Λάκκος:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27822).
- 2) Δεξαμενή, πηγάδι:
- (Μαχ. 41).
- 3) Χαντάκι, χαράκωμα, τάφρος:
- (Ιστ. πολιτ. 473)·
- Έκαναν λάκκους … κι είχαν τσι λέγω σκεπαστούς, μέσα να κρεμνιστούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15513).
- 4)
- α) Τάφος, μνήμα:
- δεν ημπορεί (ενν. ο γιατρός) ποτέ νεκρό στο λάκκο να βουηθήσει (Ερωτόκρ. Γ́ 1296)·
- (σε παροιμ.):
- οπού λάκκον έσκαψε διά να χώσει άλλον, εκείνος μέσα έπεσε (Αιτωλ., Βοηβ. 86)·
- β) (μεταφ.) κατάντημα, ξεπεσμός:
- της αμαρτίας κοιμώμενους στον λάκκον (Σκλέντζα, Ποιήμ. 726)·
- λάκκου τού της πενίας (Προδρ. III 279)·
- γ) εκφρ. λάκκος αβύσσου ή κατώτατος = κάτω κόσμος, Άδης, κόλαση:
- (Ρίμ. θαν. 119), (Γλυκά, Αναγ. 368).
- α) Τάφος, μνήμα:
- 5) Φυλακή:
- εν … τῳ ζοφερῴ και βαθυτάτῳ λάκκῳ (ενν. τα Νούμερα) ου φως παρά τοις όμμασιν (Γλυκά, Στ. 91)·
- έκφρ. σπίτι λάκκου = φυλακή:
- (Πεντ. Έξ. XII 29).
- 6) Οφθαλμική κοιλότητα:
- οι λάκκοι του κρανίου μου τα μάτια τα δικά σου (Τζάνε, Κατάν. 14).
- 7) Αγκυροβόλιο:
- ένα καράβι … οπού 'ραξε στον λάκκον (Γεωργηλ., Θαν. 272).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Χρον. Μορ. H 1719), (Πορτολ. Α 23619), (Συναδ. φ. 36v).
[αρχ. ουσ. λάκκος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Λάκκος: