Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάκα η [láka] Ο25α : συνθετικό βερνίκι διαφανές, χρωστικό, που χρησιμοποιείται για την επάλειψη κυρίως ξύλινων επιφανειών.
[ιταλ. lacca < αραβ. lākh (από τα σανσκρ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάκα η· γεν. εν. λάκες.
-
- Λάκα (είδος λιπαρής ρητίνης):
- (Ασσίζ. 48730).
[<μεσν. λατ. lacca. Η λ. στο Meursius (‑κκ‑) και σήμ.]
- Λάκα (είδος λιπαρής ρητίνης):
[Λεξικό Κριαρά]
- λακάνη η,
- βλ. λεκάνη.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λακάρισμα το [lakárizma] Ο49 : η εργασία επάλειψης με λάκα.
[λακαρισ- (λακάρω δες λακαρισμένος) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λακαρισμένος -η -ο [lakarizménos] Ε3 : λακαριστός.
[μππ. του ρ. λακάρω < λάκ(α) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λακαριστός -ή -ό [lakaristós] Ε1 : που τον έχουν επαλείψει με λάκα: Λακαριστά έπιπλα.
[λακαρισ- (λακάρω δες λακαρισμένος) -τός]