Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαθραίος -α -ο [laθréos] Ε4 : α. που γίνεται με τρόπο κρυφό, παράνομο: Λαθραία εισαγωγή / εξαγωγή συναλλάγματος. Λαθραία επιβίβαση / διακίνηση. β. που διακινείται κρυφά, παράνομα: Λαθραία εμπορεύματα. Λαθραία τσιγάρα. || ~ έρωτας, κρυφός, παράνομος. || (ως ουσ.) τα λαθραία, για εμπορεύματα, αντικείμενα που εισάγονται, εξάγονται ή διακινούνται χωρίς την πληρωμή του νόμιμου δασμού: Tον έπιασαν στα σύνορα με λαθραία στις αποσκευές του.
λαθραία ΕΠIΡΡ: Kαταδικάστηκε, επειδή κυνηγούσε ~. [λόγ. < αρχ. λαθραῖος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαθραλιεία η [laθraliía] Ο25α : ψάρεμα που γίνεται παράνομα, σε απαγορευμένο χώρο ή χρόνο.
[λόγ. λαθρ(ο)- + αλιεία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαθραναγνώστης ο [laθranaγnóstis] Ο10 θηλ. λαθραναγνώστρια [laθra naγnóstria] Ο27 : αυτός που διαβάζει ένα έντυπο χωρίς την άδεια του κατόχου του ή χωρίς να το έχει αγοράσει: Mετά την άνοδο της τιμής των εφημερίδων, γέμισαν τα περίπτερα λαθραναγνώστες.
[λόγ. λαθρ(ο)- + αναγνώστης· λόγ. λαθραναγνώσ(της) -τρια]