Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάζο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάζο το [lázo] Ο39 & λάζος ο [lázos] Ο18 : (λογοτ.) είδος μαχαιριού που διπλώνει στη λαβή.

[ίσως < ανθρωπων. Λάζος υποκορ. του Λάζαρος και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Λαζοί οι.
  • Οι κάτοικοι της Λαζικής:
    • (Πανάρ. 6624).

[μτγν. εθν. Λαζοί. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαζούριον το· λαζούριν.
  • Lapis lazuli, ημιπολύτιμος λίθος με γαλάζιο χρώμα:
    • 'στοριστά λαζούριν και χρυσάφιν (Φλώρ. 1348).

[παλαιότ. επίθ. λαζούριον (χρώμα, πιθ. 7. αι., Steph., πβ. Lampe, λ. ‑ιος) <περσ. lᾱzhward· πβ. μεσν. λατ. lazur και lazurius (Du Cange, Lat.). H λ. το 10. αι. (Steph.). Τ. λαζούρ’ σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαζοφαρδάτος, επίθ.
  • «Κραυγαλέος»· επιδεικτικός:
    • Ήλθεν Διόνυς ανδρειωμένος μετά Σέρβων κομπανάτων και πτερών λαζοφαρδάτων (Χρησμ. I 23).

[πιθ. σχετ. με το λαζοφαρδεύω. Η λ. στο Du Cange]

[Λεξικό Κριαρά]
λαζοφαρδεύω.
  • Κραυγάζω επιδεικτικά:
    • τίμα τους κρείττονάς σου και μη παλληκαρεύεσαι, μηδέ λαζοφαρδεύεις (Προδρ. I 197).

[<’λάζω (<υλώ, Andr.) + *φαρδεύω <*ευφραδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες