Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάδι το [láδi] Ο44 : 1. το παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τη σύνθλιψη του καρπού της ελιάς ή άλλων καρπών: ~ του φαγητού. ~ μικρής / μεγάλης οξύτητας. Aγνό / παρθένο ~. Bάλε μπόλικο ~ στη σαλάτα. Aγόρασα δύο τενεκέδες ~. Mύρισε καμένο ~. ~ από καλαμπόκι, σόγια κτλ., καλαμποκέλαιο, σογιέλαιο κτλ. (έκφρ.) η θάλασσα είναι ~, τελείως ήρεμη, γαλήνια. ΦΡ τρεις το ~, τρεις το ξίδι (κι έξι το λαδόξιδο), για ενέργειες σκόπιμα λανθασμένες, που αποβλέπουν σε εξαπάτηση κάποιου. βγαίνω ~, καταφέρνω να πείσω ότι είμαι αθώος, ανεύθυνος, μη υπόλογος για κτ. (έστω κι αν είμαι ένοχος). βγάζω κπ. ~, καταφέρνω να παρουσιάσω κπ. ως αθώο, ανεύθυνο, μη υπόλογο για κτ. (έστω κι αν είναι ένοχος). βγάζω το ~ κάποιου, ταλαιπωρώ, κουράζω, βασανίζω κπ. μου βγαίνει το ~, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι. χύνω / ρίχνω ~ στη φωτιά, οξύνω τα πάθη, τη φιλονικία με λόγια ή με ενέργειες. σώθηκε το ~ του, τελείωσε η ζωή του, πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. 2. κάθε φυτική, ζωική ή ορυκτή ουσία που μοιάζει με το λάδι. α. υγρό που χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή λιπαντικό: ~ της μηχανής. Ο κινητήρας παρουσιάζει πρόβλημα, καίει ~. Ο δρόμος είχε λάδια και ντεραπάρισε το αυτοκίνητο. Tα λάδια της μηχανής θέλουν άλλαγμα. Δείκτης λαδιού, ένδειξη που πληροφορεί για την ποσότητα του λαδιού. β. υγρό για την περιποίηση ή την προφύλαξη του σώματος: ~ ηλίου. γ. λαδομπογιά: Οι τοίχοι θα γίνουν ~ και το ταβάνι πλαστικό. δ. ειδικό υγρό για την επάλειψη επιφανειών: Πέρασα το έπιπλο ένα ~ και μετά το έβαψα. 3. (ζωγρ., προφ.) ελαιογραφία: Στην γκαλερί εκτίθενται τριάντα λάδια από την πρόσφατη δουλειά του καλλιτέχνη.
λαδάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. [μσν. λάδι < ελάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐλᾴδιον υποκορ. του αρχ. ἔλαιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάδι το· ελάδι· ελάδιν· λάδιν.
-
- 1) Ελαιόλαδο:
- ρογίν με το ελάδιν (Διήγ. παιδ. 138)·
- (μεταφ.):
- Λάδιν το πορφυρότατον, τό λεν ελεημοσύνην (Χούμνου, Κοσμογ. 109)·
- έκφρ. άγιο λάδι = το λάδι του ευχελαίου:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5649)·
- φρ. η καντήλα κάπ. δεν έχει πλέον λάδι = είναι κάπ. ετοιμοθάνατος
- (Αλφ. 1166).
- 2) Προκ. για το Άγιο Μύρο του Χρίσματος:
- λάδι του μυρωμάτου (Ύμν. Παναγ. 9).
- 3) Ελαιώδης ουσία, έλαιο:
- χαμομηλέας ελάδι (Σταφ., Ιατροσ. 12345).
[<μτγν. ουσ. ελᾴδιον. Ο τ. ελάδιν τον 9.(;) αι. (LBG, στη λ.) και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ιν στο Meursius και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius (λ. ‑ιν) και σήμ.]
- 1) Ελαιόλαδο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαδιά η [laδjá] Ο24 : 1. λεκές από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία: Tα ρούχα του είναι γεμάτα λαδιές. 2. (μτφ.) δόλια, πλάγια και συνήθ. απροσδόκητη ενέργεια σε βάρος κάποιου, βρομοδουλειά: Δεν περίμενα από σένα (να μου κάνεις) τέτοια ~.
[λάδ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαδικό το.
-
- Μικρό δοχείο για λάδι:
- (Βαρούχ. 3916).
[<ουσ. λάδι + κατάλ. ‑ικό. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μικρό δοχείο για λάδι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαδικό 1 το [laδikó] Ο38 : (προφ.) δοχείο λαδιού για τη λίπανση μηχανών· λαδωτήρι, λαδερό.
[λάδ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαδικό 2 το : (λαϊκότρ.) γυναίκα φλύαρη, κουτσομπόλα και ραδιούργα.
[< λαδικό 1 από μτφ. σημ.: `που γλιστράει σαν πασαλειμμένη με λάδι΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαδίλα η [laδíla] Ο25α : έντονη και δυσάρεστη: α. μυρωδιά λαδιού: Mόλις μπήκα στο σπίτι, μια έντονη ~ απ΄ την κουζίνα με χτύπησε στη μύτη. β. γεύση λαδιού: Tο λάδι ήταν βαρύ και μου άφησε μια απαίσια ~ στο στομάχι.
[λάδ(ι) -ίλα]