Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάγνος -η / -α -ο [láγnos] Ε3, Ε4 : 1. (για πρόσ.) που ρέπει υπερβολικά σε σεξουαλικές απολαύσεις, ηδονές· φιλήδονος: Λάγνες γυναίκες της Aνατολής. 2. ηδυπαθής, που εκπέμπει, προκαλεί ερωτισμό: Λάγνα μάτια. Λάγνες ματιές / επιθυμίες. Λάγνοι πόθοι / έρωτες.
λάγνα ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε ~. [λόγ. < αρχ. λάγνος]