Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάβωμα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάβωμα το [lávoma] Ο49 : (λογοτ.) λαβωματιά.

[μσν. λάβωμα < λαβώ(νω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
λάβωμαν το· λάβωμα.
  • 1) Τραυματισμός, πληγή:
    • (Ασσίζ. 20727
    • οι στρατιώτες που 'χασι λάβωμα στο κορμί τους (Θησ. Ί [101]
    • (μεταφ.):
      • (Πένθ. θαν. 451).
  • 2) (Νομ.) ισχυρισμός:
    • ημπορεί καλά να σηκώσει των μαρτύρων εις πόλεμον, αν έχει τοιούτον λάβωμαν … (Ασσίζ. 17113).

[<λαβώνω + κατάλ. ‑μαν. Ο τ. στο Du Cange (λ. λαβώνειν) και σήμ. Η λ. στο Meursius (‑βο‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
λαβωματέα η· λαβωματέ· λαβωματία· λαβωματιά.
  • Τραύμα, πληγή:
    • η λαβωματέα σου δεν ήτον θανατίσιμη (Χρον. σουλτ. 9116
    • (ως σύστ. αντικ.):
      • ελαβώθην πέντε … λαβωματέας (Ερμον. Ε 192
    • (μεταφ.):
      • του πόθου τες λαβωματιές (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [198]).

[<ουσ. λάβωμα + κατάλ. ‑έα. Ο τ. ‑έ και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ία στο Meursius (‑βο‑, λ. λάβομαν). Ο τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαβωματιά η [lavomatxá] Ο24 : (λογοτ.) το τραύμα, η πληγή από όπλο: Tο στήθος του πολεμιστή ήταν γεμάτο λαβωματιές.

[μσν. λαβωματία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λαβωματ- (λάβωμα) -ία > -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες