Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάβρα η [lávra] & λαύρα 2 η [lávra] Ο25α : 1. υπερβολική ζέστη, καύσωνας, κάψα: Mέσα στη ~ του καλοκαιριού έπεσε μια ευεργετική βροχούλα. Bαδίζαμε μέσα στη μεσημεριάτικη ~ του Aυγούστου. 2. (μτφ.) α. ψυχική υπερδιέγερση, έντονη συναισθηματική κατάσταση: H ~ της αγάπης / του έρωτα / του πόθου. Ξέσπασε αυθόρμητα η ~ της ψυχής του. β. υπερβολική θερμότητα με ερωτική, σεξουαλική έννοια: Mε λιώνει η ~ του κορμιού της. ΦΡ φωτιά και ~: α. υπερβολική ζέστη. β. για κπ. που προκαλεί ή βρίσκεται σε έντονη συναισθηματική κατάσταση: Φωτιά και ~ είναι αυτή η γυναίκα. γ. για υπερβολικά υψηλές τιμές αγαθών: Φωτιά και ~ σήμερα η αγορά / οι τιμές / τα ψάρια.
[λάβ-: μσν. λάβρα < αρχ. επίθ. λάβρ(ος) -α· λαύ-: σφαλερή γραφή που βασίζεται σε ελνστ. χγφ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάβρα η.
-
- 1)
- α) Φωτιά, έντονη θερμότητα που εκπέμπεται από τη φωτιά, φλόγα:
- Ήθελα να γενήκασι οι γιαναστεναγμοί μου φωτιά και λάβρα σήμερο να κάψα το κορμί μου (Πανώρ. Δ́ 132)·
- εξάφτ’ η λάβρα τση φωτιάς με δύναμη μεγάλη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52710)·
- β) καύσωνας, ζέστη:
- μέσα του μεσημεριού, στην λάβραν την μεγάλη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [751]).
- α) Φωτιά, έντονη θερμότητα που εκπέμπεται από τη φωτιά, φλόγα:
- 2) Έξαψη, έντονο συναίσθημα· καημός, λύπη· πόθος:
- λάβρα του πόθου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1260])·
- τον καημό του τον πολύ, τη λάβρα που τον κρίνει … οπού 'χασε το ταίρι του (Ερωτόκρ. Β́ 759)·
[θηλ. του αρχ. επιθ. λάβρος ως ουσ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- λάβρακας ο.
-
- Λαβράκι:
- λάβρακα στο δίκτυ (Μαρκάδ. 653).
[<αρχ. ουσ. λάβραξ· κατά Μηνά 1978: 155 <ουσ. λαβράκι]
- Λαβράκι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαβράκι το [lavráki] Ο44 : 1. ψάρι με στενόμακρο σώμα και με γκρίζο, ασημί και λευκό χρώμα. 2. (μτφ.) μεγάλη, εξαιρετική επιτυχία: Πιάνω / ψαρεύω / πετυχαίνω / βγάζω / ξετρυπώνω ~. Ο δημοσιογράφος πέτυχε μια είδηση ~.
[αρχ. λαβράκιον υποκορ. του λάβραξ]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαβράκι(ο)ν το.
-
- Λαβράκι:
- (Προδρ. IV 92).
[αρχ. ουσ. λαβράκιον. Τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. ‑ιν και σήμ. ποντ.]
- Λαβράκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- Λαβράκιος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. λαβράκι(ο)ν:
- Λαβρακίου του καίσαρος (Οψαρ. 3614).
- Προσωποπ. του ουσ. λαβράκι(ο)ν:
[Λεξικό Κριαρά]
- Λαβρακότουρνα η.
-
- Προσωποπ. του ουσ. λαβρακότουρνα = είδος ψαριού:
- (Οψαρ. 3617).
- Προσωποπ. του ουσ. λαβρακότουρνα = είδος ψαριού:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαβράτον το.
-
- Ορόσημο (συν. λίθινο) που φέρει επάνω του χαρακτηριστικό σημάδι:
- άπεισιν άχρι του τούδε τόπου, … λαβράτον ίσταται λίθινον κεχωσμένον, έχον σταυρόν ή γράμματα ή γνώρισμα τοιόνδε (Metrol. 12022).
[<λατ. laureatum. Η λ. τον 5. αι. (ά. γρ. λαυ‑)]
- Ορόσημο (συν. λίθινο) που φέρει επάνω του χαρακτηριστικό σημάδι: