Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάβδανο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάβδανο το [lávδano] Ο41 : θαμνώδες φυτό και το κολλώδες έκκριμά του που χρησιμοποιούνταν στη φαρμακευτική.

[λόγ. < νλατ. laudanum, συμφυρ. του λατ. ladanum < αρχ. λάδανον (σημιτ. προέλ., πρβ. αραβ. lādan) & του λατ. laudo (ιατρ. σημ.: `συστήνω σαν αντίδοτο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες