Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάβα η [láva] Ο25α : 1. διάπυρη ρευστή μάζα από λιωμένα υλικά, που βγαίνει από κρατήρες ενεργών ηφαιστείων: H ~ του ηφαιστείου απείλησε με καταστροφή τη γύρω κατοικημένη περιοχή. 2. (μτφ.) για κτ. ορμητικό ή και καταστροφικό: Πυρωμένη ~ ο έρωτάς της.
[ιταλ. lava]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάβαρο το [lávaro] Ο41 : 1. σημαία με τα χρώματα ή και τα εμβλήματα σωματείων, συλλόγων, κομμάτων: Tα πολύχρωμα λάβαρα κυμάτιζαν στον αέρα. (έκφρ.) υψώνω* το ~ της επανάστασης. κάνω κτ. ~, το προβάλλω πάρα πολύ, το κάνω σύμβολο. 2. (εκκλ.) κομμάτι υφάσματος με ιερές παραστάσεις που περιφέρεται σε θρησκευτικές τελετές, συνήθ. αναρτημένο σε κοντάρι: Περιέφεραν το ιερό ~. 3. (ιστ.) είδος σημαίας των Ρωμαίων και των Bυζαντινών.
[λόγ. < ελνστ. λάβαρον < λατ. laba r(um) -ον `σημαία με την εικόνα του στρατηγού΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάβαρο το.
-
- Είδος (πολεμικής) σημαίας, σημαία:
- το λάβαρο ο στρατάρχης μου βαστώντας (Ροδολ. Γ́ 86).
[παλαιότ. ουσ. λάβαρον - λάβορον (4. αι., <υστλατ. labarum) <λατ. laureum (vexillum) (Kahane, GR II 5-6). Η λ. και σήμ.]
- Είδος (πολεμικής) σημαίας, σημαία: