Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κώφωση η [kófosi] Ο33 : I. (ιατρ.) η έλλειψη της ακοής. II. (γλωσσ.) η αποβολή των άτονων φθόγγων [i] και [u] καθώς και η τροπή των άτονων [e] και [o] σε [i] και [u] αντίστοιχα, π.χ. “του πιδί, του κτι, του χουράφ΄, ου λύκους”: H ~ είναι χαρακτηριστικό των βόρειων ιδιωμάτων της νέας ελληνικής.
[λόγ. < αρχ. κώφω(σις) -ση (στη σημ. I)]