Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κώνος ο [kónos] Ο18 : 1. (γεωμ.) στερεό γεωμετρικό σώμα με κυκλική βάση και κυρτή επιφάνεια που απολήγει σε οξεία κορυφή: Kόλουρος ~. 2. σε επιστημονική και τεχνική ορολογία, για σώματα που έχουν κωνοειδή μορφή: ~ ηφαιστείου, κωνικό ύψωμα, λόφος ή όρος, που σχηματίζεται από τη συσσώρευση ηφαιστειογενών υλικών. Mυελικός* ~. Προστατευτικός ~, το τμήμα των διαστημικών οχημάτων εκτόξευσης και των ερευνητικών πυραύλων, που τοποθετείται στο άνω άκρο τους και χρησιμεύει ως αεροδυναμικό κάλυμμα προστασίας του ωφέλιμου φορτίου. ~ σκιάς / σκιερός ~, σκιά κωνικού σχήματος η οποία σχηματίζεται πίσω από τη Γη ή τη Σελήνη κατά τις εκλείψεις.
[λόγ.: 1: αρχ. κῶνος (αρχική σημ.: `κουκουνάρι΄)· 2: σημδ. γαλλ. cἄne & αγγλ. cone (< αρχ. κῶνος)]