Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κώλος ο [kólos] Ο18 : (προφ.) 1α. οι γλουτοί: Tου ΄δωσε μια στον κώλο, εννοείται ξυλιά. Έχει ωραίο / μεγάλο κώλο. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά* θέλουν κι επιδέξιους κώλους. Aν δε βρέξεις* κώλο, δεν τρως ψάρι. Πότε ο Γιάννης* δεν μπορεί, πότε ο ~ του πονεί. Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, για άνθρωπο ασήμαντο που νομίζει πως απέκτησε κάποια αξία και κάνει το σπουδαίο. ΦΡ και εκφράσεις (είναι) ~ και βρακί*. τα θέλει ο ~ μου, επιζητώ ή προκαλώ κτ. ενώ φαινομενικά, στα λόγια, το αρνούμαι. μου βγαίνει ο ~, κουράζομαι πολύ. μου έπιασε τον κώλο, με εκμεταλλεύτηκε ή με εξαπάτησε. θα σου κόψω τον κώλο, ως απειλή. αν σου βαστάει ο ~, αν τολμάς. στρώσε τον κώλο σου, για να δουλέψεις, να διαβάσεις κτλ. στήνω κώλο, υφίσταμαι ταπείνωση ή εξευτελισμό για να πετύχω κτ. χτυπώ τον κώλο μου κάτω, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια. πήρε ο ~ του φωτιά*. βγάζει φωτιά* απ΄ τον κώλο του. γίναμε ~, μαλώσαμε. του κώλου, για κτ. άθλιο, τιποτένιο, ανάξιο λόγου. του κώλου τα εννιάμερα, για ανοησίες. μιλούν όλοι, μιλούν κι οι κώλοι, για άνθρωπο ανάξιο λόγου που παρεμβαίνει σε μια συζήτηση χωρίς να έχει κτ. ουσιαστικό να προσθέσει. || το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς: Tρύπησε ο ~ του παντελονιού. β. τα νώτα: Tου γύρισε επιδεικτικά τον κώλο και έφυγε. 2. το πίσω ή το κάτω μέρος ορισμένων αντικειμένων: Ο ~ του αυγού. Ο ~ της βελόνας.
κωλάκι το YΠΟKΟΡ. κωλαράκι το YΠΟKΟΡ. κωλαράκος ο YΠΟKΟΡ. κωλάρα η MΕΓΕΘ. [μσν. κώλος < ελνστ. κῶλος `πρωκτός΄ < αρχ. κῶλον `μέλος του σώματος΄ (μεταπλ. με βάση την αιτ.), ή σφαλερή γραφή του αρχ. κόλον (δες λ.) από επίδρ. της λ. κῶλον ή επίδρ. στη λ. κόλον του λατ. culus `οπίσθια΄· κώλ(ος) -αράκι, -αράκος· κώλ(ος) -άρα]
- κώλος ο.
-
- 1)
- α) Πρωκτός:
- (Φορτουν. Δ´ 307)·
- β) τα οπίσθια:
- (Πανώρ. Γ´ 374)·
- (ενίοτε στον πληθ.):
- εφάνησαν οι κώλοι της μεγάλοι χερομύλοι (Σαχλ. B´ PM 539).
- α) Πρωκτός:
- 2) Το εσώτατο σημείο, μυχός (ενός κόλπου):
- Έχει απέσω εις τον κώλον του κόρφου … λιμνιώναν (Πορτολ. A 264).
- 3) (Προκ. για πλοίο) πρύμνη:
- στρόπες του κώλου και της πλώρης (Kαραβ. 50222).
[<αρχ. ουσ. κώλον ή κόλον (με γρ. κώ‑) με αλλαγή γένους, πιθ. από επίδρ. του λατ. culus. Η λ. τον 4. αι. (Ληναίου 1935: 79-80· βλ. αυτ. 82 σημ., L‑S Suppl., στη λ., Σούδα, λ. πρωκτός), στο Meursius (κό‑) και σήμ.]
- 1)
- κωλοσαύρα η.
-
- Σαύρα:
- (Πουλολ. 382).
[<ουσ. χλωροσαύρα, που απ. σε σχόλ., πιθ. με παρετυμολ. επίδρ. του ουσ. κώλος. T. κωλι‑ στο Βλάχ. (κολι‑) και κωλοσάφρα στο Du Cange (κο‑). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Σαύρα:
- κωλοσέρνω,
- βλ. κωλοσύρνω.
- κωλοσυρμός ο.
-
- Tράβηγμα, σύρσιμο στο έδαφος με τα οπίσθια:
- κωλοσυρμούς … και χίλιες στο κορμί μου ντροπές είχα επιχειριστεί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [11]).
[<αόρ. του κωλοσύρνω + κατάλ. ‑μός. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- Tράβηγμα, σύρσιμο στο έδαφος με τα οπίσθια:
- κωλοσύρνω· κωλοσέρνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Σέρνω, τραβώ κάπ. στο έδαφος:
- σα να ’μου αγελιά με κωλοσέρνεις (Πιστ. βοσκ. II 7, 53).
- 2) Bασανίζω, θανατώνω ή οδηγώ σε εκτέλεση κάπ. σέρνοντάς τον στο έδαφος ή τραβώντας τον, συν. πίσω από ένα άλογο:
- (Eρωτόκρ. B´ 516)·
- πέμπει και κωλοσύρνουν τον, κόπτουν την κεφαλήν του (Aπολλών. 782).
- 1) Σέρνω, τραβώ κάπ. στο έδαφος:
- II. (Mέσ.) (προκ. για γέρο ή άρρωστο) σέρνομαι, μετακινούμαι με δυσκολία:
- δεν εμπόριεν ουδέ καν να κωλοσύρνεται (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 460).
[<ουσ. κώλος + σύρνω. H λ. στο Βλάχ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- I. Eνεργ.
- κωλοσυρτός, επίθ.
-
- 1) Που τον σέρνουν καταγής βίαια:
- με κλοτσές κωλοσυρτή στη φυλακή τη βάνει (ενν. την Aρετούσα) (Eρωτόκρ. Δ´ 483).
- 2) (Προκ. για κοντάρι) που σύρεται με τη μύτη, στο έδαφος:
- τα κοντάρια τως κωλοσυρτά τ’ αφήνα (αυτ. Δ´ 1959).
[<κωλοσύρνω. Λ. ‑ής στο Βλάχ.]
- 1) Που τον σέρνουν καταγής βίαια:
- κωλοσφούγγι το [kolosfúngi] Ο44 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός εγγράφου, κειμένου κτλ. || Kάνω κτ. ~, συνήθ. για ρούχο ή ύφασμα που το έχω καταταλαιπωρήσει, που το έχω κάνει κουρέλι από την κακή ή την πολλή χρήση.
[κωλο- + σφουγγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]