Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κύφωση η [kífosi] Ο33 : (ιατρ.) η παθολογική κύρτωση της σπονδυλικής στήλης στο ύψος της ράχης η οποία στο σημείο αυτό παρουσιάζει μια στρογγυλή προεξοχή και κάνει το σώμα εκείνου που πάσχει να κλίνει προς τα εμπρός. ANT λόρδωση.
[λόγ. < αρχ. κύφω(σις) -ση]