Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κύρκας ο.
-
- (Θωπευτ.) εραστής, ο «καλός», ο αγαπημένος:
- Eυχαριστώ τῳ έρωτι γλυκύν δόντι μοι κύρκαν (Διγ. Gr. 2438)·
- (ως προσφών.):
- θώρει με, κύρκα, … και καταχόρτασέ με (Aχιλλ. L 1276).
[<ουσ. κύρης + κατάλ. ‑κας. Πβ. Aλεξίου Στ., Διγ. Esc., σ. 140 και Georgacas 1982: 142, 265 σημ. 2]
- (Θωπευτ.) εραστής, ο «καλός», ο αγαπημένος: