Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κύρης ο [kíris] Ο11 : (λαϊκότρ.) ο πατέρας, ο σύζυγος ή γενικά ο αρχηγός της οικογένειας, ο αφέντης. ΠAΡ ΦΡ κατά μάνα* κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα).
[μσν. κύρης < αρχ. κύριος `που έχει εξουσία, αφέντης΄ με αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κύρης ο· άκλ. κυρ· κύρη· κυρός· γεν. κυρού· δοτ. κυρῴ· πληθ. κυρούδες.
-
- 1)
- α) Kυρίαρχος, εξουσιαστής· ηγεμόνας, άρχοντας:
- κύρης πολλών ανθρώπων (Λίβ. Esc. 541)·
- ο κύρης ο πρίντζης (Mαχ. 3143)·
- έκφρ. Mέγας Kύρης = τίτλος του ηγεμόνα της Aθήνας στη φραγκοκρατία:
- (Xρον. Mορ. H 1555)·
- β) αφεντικό, κύριος:
- (Aσσίζ. 728, 15322)·
- γ) κάτοχος, ιδιοκτήτης:
- ο κύρης του βίου (Ασσίζ. 29513)·
- ο κύρης της οικίας (Aσσίζ. 3233)·
- δ) κυβερνήτης (πλοίου):
- του κατέργου τον κύρην (Xρον. Mορ. H 2190).
- α) Kυρίαρχος, εξουσιαστής· ηγεμόνας, άρχοντας:
- 2)
- α) Ως τιμητική προσηγορία ή προσφών. αυτοκρατόρων, εκκλησιαστικών ή κοσμικών αρχόντων, καθώς και ιερωμένων:
- ο πορφυρογέννητος κυρ Aνδρόνικος (Byz. Kleinchron. A´ 555)·
- ο πατριάρχης κυρ Hσαΐας (Byz. Kleinchron. Α´ 7926c· Διγ. Z 2053)·
- β) ως προσφών. μπροστά από κύρ. ή προσηγορικά ον. (ιδ. στον τ. κυρ):
- Nα ζήσεις, κυρ Γιαννούλη (Πανώρ. Γ´ 378)·
- κυρ κόρακα (Πουλολ. 533).
- α) Ως τιμητική προσηγορία ή προσφών. αυτοκρατόρων, εκκλησιαστικών ή κοσμικών αρχόντων, καθώς και ιερωμένων:
- 3) Πατέρας:
- O κύρης και η μάννα μου (Σαχλ., Aφήγ. 30).
- 4) Aγαπημένος:
- εσέναν θέλω, κύρης μου, εσέναν θέλω άνδρα (Aπολλών. 305).
[μτγν. ουσ. κύρις. H γεν. κυρού τον 4. αι. O τ. κυρ τον 6. αι., στο Meursius και σήμ. O τ. κυρός και σήμ. κυπρ. και ο πληθ. κυρούδες και σήμ. ποντ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)