Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κύπρον το.
-
- Xαλκός, μπρούντζος:
- αγνόν χάλκωμα με κύπρον ανακατωμένον (Hagia Sophia v 55620).
[<λατ. cyprum. Πβ. επίθ. κύπρινος και κύπριος (= χάλκινος) που απ. σε παπυρ. (L‑S)]
- Xαλκός, μπρούντζος: