Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κύμβαλο το [kímvalo] Ο40 : γενική ονομασία για κρουστά μουσικά όργανα, που αποτελούνται από δύο χάλκινους ή ορειχάλκινους δίσκους ελαφρά κωνικούς στο κέντρο. ΦΡ κύμβαλο(ν) αλαλάζον, για άνθρωπο ανόητο, χωρίς κανένα περιεχόμενο, που προσπαθεί να δώσει την εντύπωση πως είναι ή κάνει κάτι σπουδαίο.
[λόγ. < αρχ. κύμβαλον]