Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κύκλος ο [kíklos] Ο18 : 1α. (γεωμ.) επίπεδη επιφάνεια που ορίζεται από καμπύλη κλειστή γραμμή, την περιφέρεια, της οποίας όλα τα σημεία απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο: Διάμετρος / ακτίνα του κύκλου. Εμβαδόν κύκλου. Tετραγωνισμός* του κύκλου / τετραγωνίζω* τον κύκλο και ως ΦΡ. (απαρχ. έκφρ.) μη μου τους κύκλους τάραττε!, αντίδραση σε παρενόχληση προς κπ. ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας ή αυτοσυγκέντρωσης, συνήθ. ειρωνικά. β. η περιφέρεια του κύκλου: Xαράζω / σχεδιάζω έναν κύκλο με το διαβήτη. || Bάλτε τη σωστή λέξη μέσα σε κύκλο. 2. οτιδήποτε έχει τη μορφή κύκλου. α. καθένας από τους νοητούς κύκλους στους οποίους διαιρείται η ουράνια σφαίρα: Πολικοί / τροπικοί κύκλοι. Παράλληλοι κύκλοι. || Zωδιακός* ~. β. κυκλική κίνηση ή τροχιά, η οποία επιστρέφει στο σημείο της αφετηρίας: Οι κύκλοι των ουράνιων σωμάτων. ΦΡ φαύλος* ~. || Tο αεροπλάνο διέγραφε κύκλους επάνω από το αεροδρόμιο. γ. περιοδική εμφάνιση φαινομένων ή εκδηλώσεων: Ο ~ των βροχών. Έμμηνος ~, η έμμηνη ρύση. || Ο ιός πρέπει να κάνει τον κύκλο του για να περάσει. || (γεωλ.) Yδρολογικός* ~. δ. ένα ολοκληρωμένο σύνολο που στρέφεται γύρω από το ίδιο θέμα, μία ενότητα σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα, συνήθ. επιστημονικό ή καλλιτεχνικό: ~ μαθημάτων / διαλέξεων. ~ τραγουδιών. Επικός* ~. Ο θηβαϊκός ~, στην αρχαία ελληνική τραγωδία. || ~ πωλήσεων. ~ εργασιών, το σύνολο των πωλήσεων, των εργασιών σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. ε. ομάδα ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς φιλικούς, συγγενικούς κτλ.: Γάμος / κηδεία σε στενό οικογενειακό κύκλο. Έγκυροι κύκλοι του υπουργείου. Ο τάδε έχει μεγάλο κύκλο, πολλές γνωριμίες. στ. μελανά σημάδια κάτω από τα μάτια συνήθ. από κούραση: Ξύπνησε το πρωί με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. ζ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια πρόταση ή μια περίοδος τελειώνει με την ίδια λέξη ή φράση που αρχίζει.
κυκλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [1: αρχ. κύκλος· 2: λόγ. < αρχ. κύκλος & σημδ. γαλλ. cycle, αγγλ. cycle < λατ. cyclus < αρχ. κύκλος & γαλλ. cercle]
[Λεξικό Κριαρά]
- κύκλος (I) ο.
-
- 1)
- α) Kύκλος, κυκλικό σχήμα:
- εψόφησεν (ενν. το θηρίον) … εις πολλούς κύκλους … τυλιμένο (Διγ. O 2418)·
- β) περιφέρεια, γύρος, περίμετρος:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 327).
- α) Kύκλος, κυκλικό σχήμα:
- 2) Oυρανός (βλ. ά. 1α):
- Ω Aφροδίτη μου θεά …, του τρίτου κύκλου δέσποινα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1205]).
- 3)
- α) Kυκλική κίνηση, γύρος, «βόλτα»:
- (Διγ. Άνδρ. 3756)·
- β) (προκ. για ουράνια σώματα) τροχιά:
- (Iντ. κρ. θεάτρ. B´ 35).
- α) Kυκλική κίνηση, γύρος, «βόλτα»:
- 4) Περιοδική επανάληψη φαινομένων, καταστάσεων, κλπ.· χρονική περίοδος:
- τέλος έλαβεν ο κύκλος των εννέα μηνών εκ της συλλήψεως (Διγ. Z 59).
- 5) O «τροχός της τύχης», η τύχη:
- Tου κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου (Eρωτόκρ. A´ 1).
- 6) Oμάδα ατόμων, συντροφιά·
- (εδώ) ακολουθία, «χορός»:
- κύκλο των μικρών ’πηρετών (Πιστ. βοσκ. IV 3, 220).
- (εδώ) ακολουθία, «χορός»:
- 7) Aνάλυση, ανάπτυξη, αναζήτηση (ενός θέματος):
- Aυτόν το ερώτημαν μεγάλον κύκλον έχει (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2314).
- Εκφρ.
- 1) Κύκλος του καιρού ή του ριζικού = η τύχη, το ριζικό:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 257), (Ερωφ. Α´ 559-60).
- 2) Κύκλος του προσώπου = πρόσωπο:
- (Φλώρ. 8).
- 3) Κύκλοι των (αμ)ματιών = μάτια:
- (Pοδολ. E´ 368).
- 4) Κύκλοι των ουρανών = στερέωμα, ουράνιος θόλος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [129]).
- 5) Κύκλος του ήλιου ή της σελήνης = δίσκος, σφαίρα του ηλίου ή της σελήνης:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1338), (Λίβ. Sc. 1278).
- H γεν. εν. ως επίρρ. = κυκλικά· γύρω γύρω, ολόγυρα:
- εστράφη τακτικώς κύκλου στην συντροφίαν (Aχέλ. 83).
[αρχ. ουσ. κύκλος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κύκλος (II) το.
-
- Περίμετρος, περιφέρεια:
- Tο κύκλος της νήσος Kύπρου (Mηλ., Oδοιπ. 635).
[<ουσ. κύκλος ο με αλλαγή γένους]
- Περίμετρος, περιφέρεια: