Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κύβος ο [kivos] Ο18 : 1. στερεό σώμα, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες και οι έξι έδρες ίσα μεταξύ τους τετράγωνα. || (μαθημ.) το γινόμενο τριών ίσων μεταξύ τους παραγόντων: Tο 8 είναι ο ~ του 2, η τρίτη δύναμη.
στον κύβο, στην τρίτη δύναμη και ως ΦΡ για να δηλώθεί αρνητική συνήθ. ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό: Bλάκας στον κύβο, πολύ βλάκας. 2. ονομασία διάφορων αντικειμένων που έχουν μορφή κύβου: Kύβοι ζάχαρης, ζάχαρη συμπιεσμένη σε μικρούς κύβους, καθένας από τους οποίους ισοδυναμεί με μια κουταλιά. ~ ζωμού κρέατος, αφυδατωμένος και συμπυκνωμένος ζωμός σε μορφή μικρού κύβου. Kύβοι, παιχνίδι κατασκευών για νήπια.
[λόγ. < αρχ. κύβος]