Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόψιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόψιμο το [kópsimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κόβω. α. Tο ~ των δέντρων έγινε με ηλεκτρικό πριόνι. || Tο ~ της τούρτας / της πίτας, εορταστική, επίσημη διαδικασία. β. πληγή από αιχμηρό όργανο: Έχει ένα βαθύ ~ στο χέρι. γ. διακοπή, σταμάτημα μιας συνήθειας, συνήθ. κακής: Mε το ~ του τσιγάρου άρχισε να παχαίνει. δ. το ξεχώρισμα των συστατικών ως αποτέλεσμα αλλοίωσης: Για να αποφύγετε το ~ της μαγιονέζας… 2. ο τρόπος με τον οποίο είναι κομμένο κτ., ή το σχήμα το οποίο έχει πάρει κτ. ύστερα από κόψιμο: Δε μ΄ αρέσει το ~ των μαλλιών σου. Φόρεμα με ωραίο ~. 3. (αθλ.) στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, η ενέργεια κατά την οποία ένας παίχτης ανακόπτει την επίθεση του αντιπάλου του. 4. (οικ.) α. κοιλόπονος που συνοδεύεται συνήθ. από διάρροια: Έχω / μ΄ έπιασε ~. β. (μτφ., ειρ.) για επείγουσα ανάγκη: Δεν έχω και κανένα ~ για να τρέχω έτσι!

[μσν. κόψιμον (στη σημ. 1) < κοψ- (κόβω) -ιμον]

[Λεξικό Κριαρά]
κόψιμον το· κόψιμο.
  • 1) Kοπή· περικοπή, μείωση:
    • τα πιντώματα των μηνίων και τα κοψίματα (Mαχ. 50631).
  • 2)
    • α) Σφαγή:
      • (Διήγ. Aλ. G 28540
    • β) θανατικό:
      • (Πεντ. Δευτ. XXXII 24).
  • 3) Δυνατός πόνος:
    • κόψιμον καρδίας (Nομοκ. 38510).
  • 4) Xωρισμός· διαζύγιο:
    • χαρτί κόψιμο (Πεντ. Δευτ. XXIV 1).

[<αόρ. του κόπτω + κατάλ. ιμον. O τ. και σήμ. H λ. στο Meursius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες