Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόχη η [kóxi] Ο30 : 1. η εξωτερική ή η εσωτερική ακμή μιας δίεδρης γωνίας σε έναν τοίχο, σε ένα έπιπλο κτλ.: Xτύπησα στην ~ της ντουλάπας. 2. η κόγχη.
[μσν. κόχη (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. κόγχη `κοιλότητα΄, αρχ. σημ.: `κοχύλι΄, με αποβ. του [n] πριν από [x] ]