Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόφτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόφτης 1 ο [kóftis] Ο10 : I. ειδικό μηχάνημα κοπής υφασμάτων, δερμάτων κτλ. II. (προφ.) συνήθ. για καθηγητή πανεπιστημίου που κόβει, που απορρίπτει τους φοιτητές στα μαθήματα.

[κοπ- (κόβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες