Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόφα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόφα η [kófa] Ο25α : μεγάλο και φαρδύ κοφίνι.

[μσν. κόφα αντδ. < ιταλ. coffa < ισπαν. cofa < αραβ. quffa < αρχ. κόφινος]

[Λεξικό Κριαρά]
κόφα η· κούφα.
  • Mεγάλο κοφίνι:
    • (Σπανός B 117).

[<βεν. cofa. Ο τ. στο Du Cange. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κόφανος ο.
  • Σεντούκι:
    • κόφανους κυπαρισσένους (Bαρούχ. 395).

[<ιταλ. cofano]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες