Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κόττα η.
-
- Επενδύτης, χλαίνη:
- έβγαλεν την κότταν του και έμεινε με το ζιπούνιν (Βουστρ. 4017).
[<ιταλ. cotta - γαλλ. cotte. Η λ. στο Somav. (κότα)]
- Επενδύτης, χλαίνη: