Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κότσος ο [kótsos] Ο18 : I. είδος χτενίσματος κατά το οποίο τα μαλλιά μαζεύονται και συστρέφονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού: Kάνει / έχει κότσο τα μαλλιά της. II. στην έκφραση πιάνω κπ. κότσο, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ.
κοτσάκι το YΠΟKΟΡ. [ίσως ελνστ. *κοττ- (πρβ. προκόττα `τσουλούφι΄, προκοττίς `χαίτη΄), κοττός (δες στο κότα) `κόκορας΄ (επειδή έχει λειρί), [t > ts] ίσως από επίδρ. της λ. κοτσίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοτσός, επίθ.,
- βλ. κουτσός.