Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόσμιος -α -ο [kózmios] Ε6 λόγ. θηλ. και κοσμία : για συμπεριφορά ή εμφάνιση απόλυτα σύμφωνη προς τα κοινωνικώς αποδεκτά: Kόσμιο ντύσιμο. H εμφάνισή σας πρέπει να είναι κοσμιότερη. || ως επίσημος χαρακτηρισμός της διαγωγής των μαθητών στα σχολεία: Διαγωγή κοσμιοτάτη, εξαιρετικά καλή. Διαγωγή κοσμία, όχι τόσο καλή.
κόσμια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κόσμιος]