Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόσκινο το [kóskino] Ο41 : στρογγυλό σκεύος με ξύλινο συνήθ. πλαίσιο και επίπεδο μεταλλικό διάτρητο πυθμένα, το οποίο, από ένα υλικό σε μορφή κόκκων ή σκόνης, συγκρατεί τα ξένα σώματα ή τους μεγαλύτερους από το κανονικό κόκκους· (πρβ. σήτα): Ψιλό / χοντρό ~. ΦΡ κάνω κπ. ή κτ. ~, κατατρυπώ κπ. ή κτ. με σφαίρες. περνώ κπ. / κτ. από (ψιλό) ~, εξετάζω κπ. ή κτ. εξονυχιστικά. βάλε ένα ~ και πήγαινε, για υπερβολικά ντροπαλό άτομο. ΠAΡ έκφρ. παλιά μου τέχνη* ~. ΠAΡ Kαινούριο είναι το ~, ψηλά είναι κρεμασμένο.
κοσκινάκι το YΠΟKΟΡ. ΠAΡ Kαινούριο ~ μου και πού να σε κρεμάσω, (ειρ.) για την υπερβολική φροντίδα και προσοχή που δείχνουμε για καθετί καινούριο. [αρχ. κόσκινον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοσκινόγυρος ο.
-
- Περιφέρεια του κόσκινου:
- έχει κοσκινόγυρον πουττί (Σπανός B 187).
[<ουσ. κόσκινον + γύρος. Πβ. γυροκόσκινον. Η λ. σε σχόλ.]
- Περιφέρεια του κόσκινου:
[Λεξικό Κριαρά]
- κόσκινον το· κόσκινο.
-
- Κόσκινο:
- (Ιερακοσ. 4034).
[αρχ. ουσ. κόσκινον. Ο τ. και σήμ.]
- Κόσκινο: