Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόρτε
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόρτε το [kórte] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) το φλερτ: Kάνω ~.

[ιταλ. corte `αυλή, πριγκιπική ακολουθία΄ από τη φρ. fare la corte]

[Λεξικό Κριαρά]
κόρτε η.
  • Η αυλή· το σύνολο των αυλικών ενός παλατιού:
    • (Δωρ. Μον. XLI), (Ευγέν. 1033).

[<ιταλ. corte. Βλ. και κούρτη]

[Λεξικό Κριαρά]
κορτεζάνος ο· κορτιζάνος.
  • Αυλικός:
    • (Τριβ., Ρε 197, 307).

[<ιταλ. cortegiano - cortigiano]

[Λεξικό Κριαρά]
κορτέσικα, επίρρ.,
βλ. κουρτέσικα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες