Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κόρος ο.
-
- 1) Κορεσμός, χορτασμός:
- (Καλλίμ. 548)·
- έκφρ. εις κόρον, βλ. εις Εκφρ. 16·
- φρ. κόρον κτώμαι ή λαμβάνω = χορταίνω, ικανοποιούμαι:
- (Ιστ. πατρ. 1811), (Καλλίμ. 2106).
- 2) Βαρεμάρα:
- το μήκος (ενν. της γραφής) έχει κόρον (Καλλίμ. 757).
[αρχ. ουσ. κόρος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κορεσμός, χορτασμός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόρος 1 ο [kóros] Ο18 : (λόγ.) ο κορεσμός. (έκφρ.) κατά κόρον, σε υπερβολική ποσότητα: Έφαγαν / ήπιαν κατά κόρον.
[λόγ. < αρχ. κόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόρος 2 ο : παλαιότερη μονάδα όγκου για τη μέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων, ίση προς 2,86 τόνους.
[λόγ. < ελνστ. κόρος `βάρος εκατό μεδίμνων΄ < εβρ. kor -ος]