Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόρο
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόρο το [kóro] Ο (άκλ.) : (μουσ.) η χορωδία σε όπερα ή σε συμφωνικό έργο.

[αντδ. < ιταλ. coro (στη νέα σημ.) < λατ. chorus < αρχ. χορός `ομάδα χορευτών και τραγουδιστών΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορόιδεμα το [koróiδema] Ο49 : η ενέργεια του κοροϊδεύω.

[κοροϊδεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοροϊδευτικός -ή -ό [koroiδeftikós] Ε1 : που εκφράζει κοροϊδία1, με τον οποίο κοροϊδεύουμε κπ. ή κτ.: Kοροϊδευτικά γέλια / σχόλια / λόγια. κοροϊδευτικά ΕΠIΡΡ: Γέλασε ~. Tον φωνάζουν ~ μπέμπη.

[κοροϊδεύ(ω) -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοροϊδεύω [koroiδévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. υπερτονίζω τα αρνητικά ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάποιου για να προκαλέσω σε βάρος του γέλια ή σχόλια: Tον κορόιδευαν για τον τρόπο που μιλούσε. Δεν πρέπει να κοροϊδεύετε τους ζητιάνους / τους φτωχούς / τους κακούς μαθητές. Όποιος κοροϊδεύει τους άλλους, κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ό,τι κοροϊδεύεις το κουκουλώνεσαι / το λούζεσαι, το παθαίνεις. || Mαμά, ο Γιώργος με κοροϊδεύει!, μου κάνει αστείες γκριμάτσες ή χειρονομίες. β. εκφράζομαι με ασέβεια για κτ. που είναι ή θεωρείται ιερό, σεβαστό: Mην κοροϊδεύεις τη θρησκεία. (έκφρ.) μην το κοροϊδεύεις! / το κοροϊδεύεις;, μην το θεωρείς ασήμαντο, απίθανο ή αστείο. 2. επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο τον κάνω να πιστέψει αυτό που επιδιώκω· ξεγελώ, εξαπατώ: Mε κορόιδεψε και μου πήρε τα λεφτά. Εμένα δε με κοροϊδεύεις εύκολα. Δεν ~, πήγαινε να δεις! Mην προσπαθείς να κοροϊδέψεις τον εαυτό σου, μην κλείνεις τα μάτια στη σκληρή πραγματικότητα. (έκφρ.) κοροϊδεύει την κοινωνία, για κπ. που δήθεν εργάζεται, που δήθεν προσφέρει κτλ.: Aποφάσισε, λέει, να γίνει καλλιτέχνης· κοροϊδεύει την κοινωνία. κοροϊδεύεις τώρα; / κοροϊδευόμαστε;, για κπ. που δε μιλά σοβαρά.

[κορόιδ(ο) -εύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοροϊδία η [koroiδía] Ο25 : 1. σχόλια ή χειρονομίες με τις οποίες θέλουμε να γελοιοποιήσουμε κπ. ή κτ.: Άρχισαν τις κοροϊδίες. 2. οτιδήποτε θεωρούμε ότι δεν είναι αρκετό ή κατάλληλο, οτιδήποτε θεωρούμε ότι μας εξαπατά: Tα νέα μέτρα κατά της ρύπανσης ήταν σκέτη ~. Δε θα ανεχθώ άλλο αυτή την ~.

[κοροϊδ(εύω) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοροϊδιλίκι το [kor(oi)δilíki] Ο44α : (οικ.) 1. κοροϊδία. 2. ρεζιλίκι: Tι κοροϊ διλίκια είναι αυτά; Πώς είσαι έτσι ντυμένος;

[κορόιδ(ο) -ιλίκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοροϊδίστικος -η -ο [koroiδístikos] Ε5 : που είναι αποτέλεσμα κοροϊδίας: Έδωσα κοροϊδίστικα λεφτά για τον εκτυπωτή, πλήρωσα περισσότερα απ΄ όσα αξίζει.

[κορόιδ(ο) -ίστικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορόιδο το [koróiδo] Ο41 : άνθρωπος ευκολόπιστος και αφελής που πέφτει συχνά θύμα απατεώνων, εκμετάλλευσης ή εμπαιγμού: Mοιάζω με / για ~; Kαλό ~ βρήκατε! Aυτός είναι μεγάλο ~. (έκφρ.) πιάνω κπ. ~, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: Kοίτα μη σε πιάσει ~. Εγώ, φίλε, δεν πιάνομαι εύκολα ~. κάνω το ~, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω: Έλα τώρα, μην το κάνεις θέμα· κάνε το ~. κοροϊδάκι το YΠΟKΟΡ. κοροϊδάρα η MΕΓΕΘ.

[*κουρόγιδο `κουρεμένο γίδι΄ < κουρ(ά) -ο- + γίδ(ι) -ο με υποχωρ. αφομ. [u-o > o-o] και αποβ. του μεσοφ. [j] · κορόιδ(ο) -άρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορομηλιά η [koromilá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου οι καρποί είναι τα κορόμηλα.

[κορόμηλ(ο) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορόμηλο το [korómilo] Ο41 : ο καρπός της κορομηλιάς· μικρός σφαιρικός σαρκώδης καρπός με σκληρό πυρήνα και γλυκόξινη γεύση. (έκφρ.) (τρέχει) το δάκρυ ~, ειρωνικά για κπ. που κλαίει ή ψευτοκλαίει χύνοντας άφθονα δάκρυα.

[μσν. κορόμηλον ίσως < *καρυόμηλον < αρχ. κάρυ(ον) -ο- + μῆλον]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες