Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόρνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κόρνος ο — κόρνον το.
  • (Πιθ.) κερατοειδής απόφυση (στα νύχια του γερακιού):
    • (Ιερακοσ. 34430).

[<ιταλ. corno. Η λ. (ον) στο Meursius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες