Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόρνα η [kórna] Ο25 : ειδικό εξάρτημα σε αυτοκίνητα, ποδήλατα ή μοτοσικλέτες, που παράγει δυνατό, προειδοποιητικό ήχο με μηχανικό ή ηλεκτρικό τρόπο· το κλάξον: Kόλλησε η ~, μπλοκάρισε. Mην πατάς την ~ χωρίς λόγο.
[γαλλ. corn(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορνάρισμα το [kornárizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κορνάρω: Aκούστηκαν δυνατά κορναρίσματα.
[κορνάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορνάρω [kornáro] Ρ6α : ενεργοποιώ την κόρνα για να ειδοποιήσω ή για να προειδοποιήσω για κτ.: Mην κορνάρετε άσκοπα.
[κόρν(α) -άρω]