Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κόρη η.
-
- 1)
- α) Κορίτσι, κοπέλα· αρχοντοπούλα:
- (Ερωτόκρ. Α´ 9), (Ιμπ. 274)·
- β) παρθένα:
- (Διγ. Esc. 1584)·
- (προκ. για την Παναγία):
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 214)·
- γ) νέα γυναίκα· νεαρή σύζυγος:
- (Βέλθ. 21), (Ο γεννηθείς νεώτερος … φ. 145)·
- δ) η αγαπημένη:
- (Κατζ. Β´ 156).
- α) Κορίτσι, κοπέλα· αρχοντοπούλα:
- 2) Θυγατέρα:
- κόρη του ρηγός (Βέλθ. 833).
- 3)
- α) Η κόρη του ματιού:
- (Διγ. Α 4487)·
- β) (συνεκδ.) μάτι:
- μήπως το ακούσει ο βασιλεύς και εβγάλει σου τας κόρας (Πουλολ. 376).
- α) Η κόρη του ματιού:
[αρχ. ουσ. κόρη. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόρη 1 η [kóri] Ο30 : I1. το θηλυκό παιδί σε σχέση με τους γονείς και σε αντιδιαστολή προς το αρσενικό· κορίτσι1: Έχει ένα γιο και μια ~. Παντρεύει την ~ του. Οι σχέσεις μητέρας και κόρης είναι τεταμένες. || (παρωχ.) νεαρή γυναίκα ανύπαντρη και παρθένα: Δεν είναι πια ~. 2. (αρχαιολ.) γυναικείο άγαλμα της αρχαϊκής εποχής που παρίστανε θεά ή θνητή ντυμένη, όρθια και σε μετωπική στάση. II. (μυθ.) Kόρη, η Περσεφόνη, κόρη της θεάς Δήμητρας.
κορούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. [I1: αρχ. κόρη· Ι2: λόγ. < γαλλ. coré ή γερμ. Kore (στη νέα σημ.) < αρχ. κόρη· ΙΙ: λόγ. < αρχ. κόρη· κόρ(η) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόρη 2 η : (ανατ.) το άνοιγμα της ίριδας του ματιού, μέσα από το οποίο περνούν οι φωτεινές ακτίνες. ΦΡ ως κόρη(ν) οφθαλμού, για κτ. το οποίο θεωρούμε εξαιρετικά πολύτιμο και αγαπητό και γι΄ αυτό το προσέχουμε ιδιαίτερα.
[αρχ. κόρη (επειδή φαίνεται μέσα μια μικρή εικόνα σαν κοριτσιού)]