Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόρδα η [kórδa] Ο25 : 1. χορδή. 2. πτέρυγα μοναστηριού.
[μσν. κόρδα αντδ. < λατ. chorda < αρχ. χορδή]
[Λεξικό Κριαρά]
- κόρδα η.
-
- 1)
- α) Χορδή μουσικού οργάνου:
- (Διγ. Esc. 828)·
- β) (συνεκδ.) έγχορδο μουσικό όργανο· γιορτή:
- Δεν είν’ καιρός να πηαίνομε σε κόρδες, σε λαγούτα (Κατζ. Δ´ 229).
- α) Χορδή μουσικού οργάνου:
- 2)
- α) Χορδή τόξου:
- μια πιάνει σαΐτα κι εις του δοξαριού την κόρδαν τηνε βάνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [242])·
- (ως όργανο εκτέλεσης):
- τον επνίξανε από το λαιμό με την κόρδα (Χρον. σουλτ. 14326)·
- β) (συνεκδ.) τόξο:
- οι Τούρκοι … πέφτοντας αφήνασι τες κόρδες και σκουτάρια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27614).
- α) Χορδή τόξου:
- 3) Χορδή οργάνου για κατεργασία μπαμπακιού:
- (Διήγ. παιδ. 535).
[<λατ. corda <αρχ. ουσ. χορδή. Η λ. τον 6.-7. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κορδαίνω.
-
- Τεντώνω χορδή (τόξου):
- εκόρδαινεν όμορφα … και δεν έχαννεν βερετούνιν (Μαχ. 45820).
[<ουσ. κόρδα + κατάλ. ‑αίνω. Βλ. και κορδώνω]
- Τεντώνω χορδή (τόξου):