Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόπωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόπωση η [kóposi] Ο33 : κούραση: Σωματική / πνευματική ~. || (ιατρ.) δοκιμασία / τεστ κοπώσεως, διαγνωστική μέθοδος για την κατάσταση της λειτουργίας της καρδιάς. || (τεχν.) ~ των μετάλλων, η καταπόνηση των μετάλλων.

[λόγ. < ελνστ. κόπω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες