Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόπος ο [kópos] Ο18 : 1. η καταβολή μεγάλης προσπάθειας, ιδίως σωματικής αλλά και πνευματικής, καθώς και η κούραση την οποία αυτή συνεπάγεται: Aνάθρεψε τα παιδιά της με κόπους και βάσανα. Δε λυπάσαι τον κόπο σου; Ύστερα από τόσους κόπους το αποτέλεσμα ήταν μηδέν. Aνταμείφθηκα για τους κόπους μου. Aυτή είναι η αμοιβή για τους κόπους μου; Bρήκα το σπίτι χωρίς πολύ κόπο. Mάταιος ~ να προσπαθείς να τον πείσεις· έχει πάρει τις αποφάσεις του. (έκφρ.) με κόπο και μόχθο*. άδικος ~, για ματαιοπονία. πήγε ο ~ μου / σου κτλ. χαμένος / στράφι, οι προσπάθειές μου ήταν μάταιες, δεν τελεσφόρησαν. αξίζει* τον κόπο. || σε εκφράσεις ευγένειας: αν δε σας κάνει κόπο. μην κάνεις τον κόπο. μην μπαίνεις στον κόπο. σας έβαλα σε κόπο. δεν είναι καθόλου / κανένας ~. 2. (προφ.) η αμοιβή για παροχή συγκεκριμένης εργασίας: Δε μου πληρώνει τους κόπους μου. Mου ΄φαγε τον κόπο μου. Θέλω τον κόπο μου.
[αρχ. κόπος (αρχική σημ.: `χτύπημα΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κόπος ο· κούπος· πληθ. κόπια τα.
-
- 1)
- α) Κόπος, μόχθος:
- (Μαχ. 50420), (Αχέλ. 2033)·
- β) έκφρ. από κόπου = κουρασμένος, αποκαμωμένος:
- όταν ηρχόμεθα … είμεσθεν από κόπου (Λίβ. Sc. 2941)·
- Μίαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην (Απόκοπ. 3)·
- γ) δυσκολία:
- με κόπον ήρθετε εις τσ’ Ίδας τα χαράκια (Πανώρ. Ε´ 406).
- α) Κόπος, μόχθος:
- 2) Εργασία· αποτέλεσμα επίπονης εργασίας, έργο· περιουσία:
- ουκ έβαλα από κόπου σου τατίκιν εις ποδάριν (Προδρ. I 49)·
- ετύχαινέ μου ως εδεκεί ο κόπος ν’ απομείνει και να μη γράψω πλιότερα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57916)·
- να ποίσεις … τέκνα … διά να κληρονομήσουσιν τον κόπον του πατρός μας (Χρον. Μορ. H 2751).
- 3) Προσπάθεια, αγώνας:
- ο Θιος να πέψει στράτα γοργό τα κόπια μας τα τόσα ν’ αντιμέψει (Φαλιέρ., Ιστ. 44)·
- τούτος απού ’το μοναχάς δοσμένος σ’ άξους κόπους κι ο κόσμος τον ετρόμασσε (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 100).
- 4)
- α) Αιτία δυσφορίας, βάσανο:
- (Πικατ. 392)·
- β) περιπέτεια, ταλαιπωρία:
- από καρδιάς χαρείτε, γιατί το τέλος σήμερο του κόπου σας θωρείτε (Πανώρ. Δ´ 360)·
- γ) δυστυχία:
- Θεέ! … κοίταξέ μου τση πτωχής τον άμετρό μου κόπο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 54011).
- α) Αιτία δυσφορίας, βάσανο:
- 5) Φρ. βάνω κόπο, βλ. βάνω I52.
- 6) Φρ. χάνω τον κόπο μου = ματαιοπονώ:
- (Διήγ. πανωφ. 59).
[αρχ. ουσ. κόπος. Ο πληθ. κόπια τα (<κοπιάζω) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπός ο.
-
- Ίχνη βημάτων πάνω στο χώμα· μονοπάτι· κατεύθυνση:
- τον κοπόν γης Αργυρού του Κάστρου (Λίβ. Sc. 3127· Λίβ. N 3709).
[<παθ. αόρ. του κόπτω + κατάλ. ‑ός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ίχνη βημάτων πάνω στο χώμα· μονοπάτι· κατεύθυνση: