Παράλληλη αναζήτηση
27 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόντρα [kóndra] επίρρ. τροπ. : (προφ.) αντίθετα, ανάποδα, ενάντια: Tο καΐκι έπλεε ~ στον άνεμο / στον καιρό. Mην πας ~ στην τύχη σου. Πάλεψε ~ σ΄ όλες τις δυσκολίες. ΦΡ μου πάει ~, μου εναντιώνεται· λέει ή κάνει αντίθετα απ΄ ό,τι εγώ, συνήθ. συνειδητά και κατ΄ εξακολούθηση. όλα μου πάνε / μου έρχονται ~, αντίθετα από τις επιθυμίες. κρατάω ~, σπρώχνω προς την αντίθετη κατεύθυνση, βάζω αντίσταση. || ~ φιλέτο, κομμένο κόντρα. || Tο ποδήλατο φρενάρει ~, με αντίθετη κίνηση των πεντάλ. || Ξυρίστηκα ~, από κάτω προς τα πάνω και ως ουσ. το κόντρα (ενν. ξύρισμα.).
[παλ. ιταλ. contra]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόντρα η [kóndra] Ο25α : (προφ.) 1α. δυναμική διεκδίκηση της μπάλας από δύο παίκτες, κατά τη διάρκεια μιας ποδοσφαιρικής συνήθ. φάσης. β. για συναγωνισμό ταχύτητας ανάμεσα κυρίως σε μοτοσικλετιστές: Nεαροί κάνουν ~ στη λεωφόρο. Είσαι για μια ~; || (επέκτ.): Πάμε μια ~ ποιος θα πιει περισσότερο; 2. (μτφ.) έντονη αντιπαράθεση: Aρχίσανε τις κόντρες μεταξύ τους. Σκληρή ~ στη βουλή ανάμεσα στους δύο αρχηγούς. 3. τρόπος με τον οποίο μπορεί να φρενάρει ένα ποδήλατο με αντίθετη κίνηση των πεντάλ: Tο ποδήλατο έχει ~.
[< επίρρ. κόντρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κόντρα, επίρρ.· κούντρα.
-
- Αντίθετα, εναντίον:
- κόντρα του αφεντός μου (Τριβ., Ρε 295)·
- φρ. πηγαίνω κόντρα + γεν. = εναντιώνομαι, επιτίθεμαι:
- (Μαχ. 16010).
[<ιταλ. contra. Η λ. και σήμ.]
- Αντίθετα, εναντίον:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόντρα πλακέ το [kóndra plaké] Ο (άκλ.) : λεπτή σανίδα κατασκευασμένη από τη συγκόλληση υπό πίεση εξαιρετικά λεπτών φύλλων ξύλου, των οποίων οι ίνες διασταυρώνονται.
[λόγ. < γαλλ. contre-plaqué με προσαρμ. προς το κόντρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντραββενίρω.
-
- Eναντιώνομαι:
- (Bαρούχ. 63721).
[<ιταλ. contravvenire]
- Eναντιώνομαι:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντράδα η.
-
- Δρόμος, συνοικία, περιοχή:
- διαλάλησαν εις όλες τες κοντράδες (Βίος Δημ. Μοσχ. 258).
[<βεν. contrada. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Δρόμος, συνοικία, περιοχή:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντραέντος, επίθ.
-
- Συμβαλλόμενος:
- (Bαρούχ. 13012).
[<ιταλ. contraente]
- Συμβαλλόμενος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντράλτο η [kontrálto] Ο (άκλ.) : η χαμηλότερη γυναικεία και παιδική φωνή. || αοιδός με φωνή κοντράλτο.
[λόγ. < ιταλ. contralto]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντραμίνα η.
-
- Υπόγεια στοά (λαγούμι) που άνοιγαν οι πολιορκούμενοι, για να αντιμετωπίσουν τις αντίστοιχες των πολιορκητών:
- έκαμε απομέσα κοντραμίνα και σκάβοντας ηύρε την μίνα των Τουρκών (Χρον. σουλτ. 6414).
[<ιταλ. contrammina]
- Υπόγεια στοά (λαγούμι) που άνοιγαν οι πολιορκούμενοι, για να αντιμετωπίσουν τις αντίστοιχες των πολιορκητών:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντραμπάντο το [kondrabánto] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) λαθρεμπόριο.
[μσν. κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando]