Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόντες
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόντες ο [kóntes] Ο14 θηλ. κοντέσα [kontésa] Ο25 : τίτλος ευγενείας στα Επτάνησα· κόμης.

[ιταλ. conte (πρβ. μσν. κόντης < γαλλ. cont(e) -ης)· μσν. κοντέσα < ιταλ. contessa]

[Λεξικό Κριαρά]
κόντες ο· κόντης· κούντης· πληθ. κοντάδες· κόντηδες· κούντηδες· άκλ. κόντε· κούντε· κούντη.
  • α) Τίτλος ευγενείας στη φεουδαρχική Δύση, κόμης:
    • (Δούκ. 8521‑2
  • β) ως προσφών.:
    • (Κορων., Μπούας 149).

[<ιταλ. conte - παλαιότ. γαλλ. conte. Ο πληθ. κοντάδες στο Meursius (λ. κοντάς). Ο τ. κό‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντέσσα η· κουντέσσα.
  • Τίτλος ευγενείας στη φεουδαρχική Δύση, κόμισσα:
    • (Χρον. Μορ. H 6027).

[<ιταλ. contessa. Ο τ. στο Meursius (έσα). Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες