Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόντε
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κόντε ο,
βλ. κόντες.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντέινερ το [kontéiner] Ο (άκλ.) : το εμπορευματοκιβώτιο.

[λόγ. < αγγλ. container]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόντεμα το [kóndema] Ο49 : η ενέργεια του κονταίνω: Θέλει ~ η φούστα σου.

[κονταί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντενίρω.
  • Περιλαμβάνω:
    • (Bαρούχ. 81916).

[<βεν. contegnir]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντεντάρω· κοτεντάρω· κουτεντάρω.
  • I. (Ενεργ.) ικανοποιώ, ευχαριστώ κάπ.:
    • (Φορτουν. Β´ 475).
  • II. (Μέσ.) ικανοποιούμαι, μένω ευχαριστημένος:
    • Ποτέ δεν κοντεντάρουνται, μα πάντα μουρμουρίζου (Πανώρ. Β´ 9
    • δεν εκοτενταρίστηκεν ο θείος Παύλος … (Μορεζίν., Λόγ. 468).

[<ιταλ. contentare. Λ. κοτενταρίζομαι σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντεντιάζω· κουντεντιάζω· κουντετιάζω.
  • (Ενεργ. και μέσ.) ικανοποιούμαι, είμαι ευχαριστημένος· συμφωνώ:
    • όλοι εκουντεντιάσαν και αφήκαν το βάρος εις τον Ψιχίδην (Μαχ. 3781
    • αν ουδέν θελήσει … να το συγκατεβεί και να κουντετιαστεί (Ασσίζ. 3826).

[<γαλλ. contenter - προβ. countentar]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντέντο το.
  • Ευχαρίστηση, επιθυμία:
    • να κάμω το κοντέντο τση καρδιάς μου (Βοσκοπ. 412).

[<ιταλ. contento]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντέντος, επίθ.· κουντέντος· κουτέντος.
  • Ικανοποιημένος, ευχαριστημένος· σύμφωνος:
    • εστάθην κουντέντος απού τους εξόδους απού ’πολομούσασιν (Μαχ. 63829).

[<ιταλ. contento]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντέρ το [kontér] Ο (άκλ.) : 1. ειδικό όργανο προσαρμοσμένο στο ταμπλό του αυτοκινήτου, το οποίο δείχνει την ταχύτητα ανά ώρα με την οποία κινείται το αυτοκίνητο: Πόσο δείχνει το ~; Tο ~ είχε κολλήσει στα 150 χιλιόμετρα. 2. το ταξίμετρο.

[λόγ. < γαλλ. compteur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόντες ο [kóntes] Ο14 θηλ. κοντέσα [kontésa] Ο25 : τίτλος ευγενείας στα Επτάνησα· κόμης.

[ιταλ. conte (πρβ. μσν. κόντης < γαλλ. cont(e) -ης)· μσν. κοντέσα < ιταλ. contessa]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες